ΒΙΒΛΙΑ

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΤΩΝ ΦΥΣΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Μέρος ΙΙ

ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΣΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΩΝ ΦΥΣΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Η εποικοδομητική προσέγγιση της διδασκαλίας και της μάθησης

ΑΘΗΝΑ 2002

       
Κεφάλαιο III:
 
Ο ρόλος της γλώσσας στη διδασκαλία των Φυσικών Επιστημών
79

3.1 Η γλωσσική ανάπτυξη
79
3.2 Τα στάδια της γλωσσικής ανάπτυξης
80
3.3 Γλώσσα και σκέψη
81
α) Η παραδοσιακή άποψη -...
81
β) Η αντίθετη άποψη
88
89
3.5 Η χρήση του επιστημονικού λεξιλογίου από τους μαθητές
91
3.6 Το σημασιολογικό φορτίο των λέξεων
92
3.7 Γλώσσα και παρανοήσεις
α) Λέξεις με πολλαπλή σημασία.
94
β) Η οικονομία των λέξεων ως πηγή παρανοήσεων
95
γ) Μη σωστή χρήση των ουσιαστικών και των ρημάτων ...
96
δ) Επιθετικοί, επιρρηματικοί προσδιορισμοί και σύνδεσμοι
97
3.8 Η γλώσσα του σχολικού εγχειριδίου
98
3.9 Ταξινόμηση των εννοιών
99
3.10 Εξέλιξη των επιστημονικών λέξεων.
101
3.11 Η χρήση της γλώσσας στην επιστήμη και στη διδασκαλία...........
101
3.12 Κύρια και δευτερεύοντα νοήματα
104
3.13 Λέξεις και εμπειρία
105
3.14 Το νόημα από τη σκοπιά της Σημειωτικής
106
3.15 Η γλώσσα της εικόνας
109


3.4  Η γλώσσα των μαθητών

Είναι γεγονός ότι ένας μεγάλος αριθμός μαθητών δεν κατανοεί όλα όσα γίνονται μέσα στην τάξη. Αναζητώντας τα αίτια αυτής της διαπίστωσης θα λέγαμε ότι ο κυριότερος λόγος είναι το σύστημα επικοινωνίας που επικρατεί στο σχολείο. Κατά τον Bernstein (1983) υπάρχουν δύο μορφές γλωσσικής επικοινωνίας. Ο περιορισμένος γλωσσικός κώδικας και ο επεξεργασμένος γλωσσικός κώδικας. Ο επεξεργασμένος γλωσσικός κώδικας είναι αναλυτικός και επεξηγηματικός. Το μήνυμα είναι εξειδικευμένο στην ιδιαιτερότητα μιας συγκεκριμένης κατάστασης ή θέματος ή προσώπου. Αποτέλεσμα αυτού είναι ο λόγος να γίνεται ακριβής και σύνθετος, αφού χρησιμοποιούνται πολύπλοκες προτάσεις που εμπεριέχουν ποικιλία προσδιορισμών όπως επίθετα, επιρρήματα, αλλά και προσδιοριστικές φράσεις.

Ο περιορισμένος γλωσσικός κώδικας, που διαφέρει από τον επεξεργασμένο τόσο στη συντακτική δομή όσο και στη λειτουργία, δηλώνει ότι τα άτομα που τον χρησιμοποιούν δεν έχουν τη δυνατότητα της άνετης κίνησης σε κάποιο άλλο πλαίσιο επικοινωνίας με πιο επεξεργασμένες μορφές έκφρασης το οποίο είναι κατάλληλο για να αντιμετωπιστούν σύνθετες καταστάσεις στο χώρο της μάθησης.

Είναι προφανές ότι αν ο δάσκαλος ή τα σχολικά εγχειρίδια χρησιμοποιούν τον επεξεργασμένο κώδικα επικοινωνίας, ενώ οι μαθητές λειτουργούν με τον περιορισμένο κώδικα, τότε υπάρχει θέμα κατανόησης για το μαθητή. Ο επεξεργασμένος κώδικας επικοινωνίας είναι τελείως ασύμβατος τόσο με τον κώδικα επικοινωνίας που χρησιμοποιούν οι μαθητές μεταξύ τους, όσο και με εκείνον που χρησιμοποιεί το οικογενειακό και το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον.

Τα παιδιά στα πρώτα χρόνια της φοίτησής τους στο σχολείο έχουν συνήθως την ικανότητα να χρησιμοποιούν ένα περιορισμένο γλωσσικό κώδικα που είναι επαρκής για την επικοινωνία στο οικογενειακό και στο στενό κοινωνικό περιβάλλον. Όσο όμως προχωρούν στο σχολείο, ο κώδικας αυτός είναι ανεπαρκής και ακατάλληλος για την επικοινωνία με πολύπλοκες έννοιες, γι’ αυτό η επίδοσή τους είναι γενικώς χαμηλή. Το γεγονός ότι τα παιδιά αναγκάζονται να χρησιμοποιούν στο σχολείο άλλο γλωσσικό κώδικα που ισοδυναμεί με άλλη «γλώσσα», είναι πιθανό να τους δημιουργεί προβλήματα ψυχολογικής υφής. Κατά τον Bernstein η ομιλία του παιδιού τόσο στο επίπεδο του λεξιλογίου όσο και στο επίπεδο της συντακτικής δομής παίρνει μορφή που επηρεάζεται από το πλαίσιο των κοινωνικών σχέσεων μέσα στο οποίο αναπτύσσεται το παιδί. Αυτός υποστηρίζει ότι η γλώσσα δομεί καί ρυθμίζει όχι μόνο το τι μαθαίνει το παιδί αλλά και το πώς το μαθαίνει. Η γλώσσα θέτει τα όρια μέσα στα οποία θα πραγματοποιείται η περαιτέρω μάθηση.

Ο Vygotsky (1978) τονίζει το σημαντικό ρόλο της γλώσσας στη διαδικασία της μάθησης. Κατ’ αυτόν οι έννοιες αποκτώνται πρώτα εξωτερικά στους διαλόγους και στη συνέχεια εσωτερικοποιούνται ως τρόποι σκέψης. Η γλώσσα και η κουλτούρα συμβάλλουν στην προαγωγή της ανάπτυξης των γνωστικών δομών. Ο δάσκαλος είναι συχνά «προκλητικός» αμφισβητώντας τη γνωστική προσέγγιση του μαθητή στη λύση ενός προβλήματος, ενώ στη συνέχεια του παρέχει ένα σκαλί στην κατανόηση και τον βοηθάει να επεκτείνει τη σκέψη του. Αυτή η ανάπτυξη των εννοιών εξαρτάται από το κοινωνικό περιβάλλον και τις γλωσσικές πηγές μέσα στην κουλτούρα (Vygotsky, 1978).

Στις λέξεις και στις έννοιες δίνουμε νόημα όταν τις εντοπίζουμε μέσα στο γνωστό μας κόσμο. Είναι δύσκολο και ίσως αδύνατο για ένα παιδί να αναπτύξει μια έννοια που δεν την συναντάει στο πολιτισμικό ή το κοινωνικό του περιβάλλον (Herbert, 1993).

Από κοινωνιολογική άποψη η γλώσσα παίζει σπουδαίο ρόλο στην ανέλιξη των ατόμων, η ποιότητα της γλωσσικής επάρκειας καθορίζει σε σημαντικό βαθμό τους ρόλους και τα επαγγέλματα που μπορούν να κατακτήσουν.

Από την παιδαγωγική σκοπιά παιδιά που μεγαλώνουν σε υποβαθμισμένο κοινωνικό και κατ’ επέκταση γλωσσικό περιβάλλον που δεν προσφέρει ευκαιρίες για γλωσσική αλληλεπίδραση με μορφωμένα άτομα, δε βελτιώνουν εύκολα τη γλωσσική τους συμπεριφορά (Kulkani, 1988). Σπάνια τα παιδιά αυτά έχουν την ευκαιρία να εκτεθούν σε μια λογική συζήτηση και ακόμα σπανιότερα να συμμετέχουν σε πολυπαραμετρικές συζητήσεις επιστημονικού χαρακτήρα.

Είναι φανερό ότι κάθε προσπάθεια για εξάπλωση της εκπαίδευσης με σκοπό τον επιστημονικό και τεχνολογικό αλφαβητισμό πρέπει να λάβει υπόψη της όλες τις δυσκολίες που συναντούν οι μαθητές στην εκμάθηση των εννοιών.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

Ναυαρίνου 13α,10680, Αθήνα Τηλ.: 210 3688036 - Fax: 210 3688036
13a, Navarinou Str., Athens Τel.: 210 3688036-Fax: 210 3688036
H ανάπτυξη του ιστοχώρου πραγματοποιήθηκε από τον καθ. Παν. Κόκκοτα και τους συνεργάτες του.
www.primedu.uoa.gr/sciedu © 2004 All rights reserved - e-mail: estamoulis@sch.gr