2. Οι
ιδέες των μαθητών
«Ο πιο σπουδαίος απλός
παράγοντας που επηρεάζει τη μάθηση είναι
αυτό που ο μαθητής ήδη γνωρίζει.
Εξακρίβωσε το και δίδαξε τον συμφωνά με
αυτό».
(Ausubel, 1968)
Σημείωση: Για συντομία, στο βιβλίο για
το δάσκαλο οι φράσεις, «ο μαθητής ο
δάσκαλος, ο εκπαιδευτικός, ο επιστήμονας»
χρησιμοποιούνται για να δηλώσουν και τα
δυο φύλα.
2.1 Τι είναι οι ιδέες των
μαθητών
θα μπορούσε να υποστηρίξει
κανείς ότι από τα μέσα της δεκαετίας του '70
και μετά παρατηρείται στο χώρο της
διδασκαλίας των Φυσικών Επιστημών μια
έντονη ερευνητική δραστηριότητα σε
παγκόσμια κλίμακα που τείνει να επηρεάσει
αποφασιστικά το οικοδόμημα της Διδακτικής
των Φυσικών Επιστημών (Φ. Ε.) που είχε
στηριχθεί στις απόψεις των Piaget, Bruner και λοιπών για τη μάθηση.
Συμφωνά με τη νέα θεώρηση
των πραγμάτων, κυρίαρχο ρόλο στη μάθηση
παίζουν οι ιδέες που έχουν τα παιδιά για τα
φυσικά φαινόμενα πριν καν τα διδαχτούν στο
σχολείο. Π. χ. πριν ο μαθητής διδαχτεί στο
σχολείο τι είναι το φως έχει διαμορφώσει
κάποια δική του άποψη για την έννοια αυτή.
Η αναγνώριση του ρόλου των
μαθητών στη διδασκαλία και τη μάθηση μας
είναι γνωστή πριν από τη δεκαετία του '50. Οι
εργασίες του Piaget ακόμα και από τις αρχές της
δεκαετίας του '20 επηρέασαν πολλούς
θεωρητικούς της παιδείας και της
εκπαίδευσης οι οποίοι ανέπτυξαν
μαθητοκεντρικές προσεγγίσεις στη
διδασκαλία των Φ. Ε. στις οποίες αναγνωριζόταν
η αξία των ιδεών των μαθητών.
Τα παιδιά μέσω των μεταξύ
τους αλληλεπιδράσεων και μέσα από την
κοινωνική επαφή και τη γλώσσα αρχίζουν να
οικοδομούν ένα ευρύ φάσμα ιδεών για το πώς
λειτουργεί ο κόσμος. Οι ιδέες αυτές
χρησιμοποιούνται για να προβλέψουν και να
ερμηνεύσουν ό,τι υποπίπτει στην αντίληψη
τους.
Οι απόψεις των μαθητών για
τα φαινόμενα ομαδοποιούνται και συγκροτούν
ερμηνευτικά πρότυπα που καταγράφονται
συνήθως ως εναλλακτικές ιδέες των
παιδιών ή παρανοήσεις, προϋπάρχουσες
ιδέες, αυθόρμητες αντιλήψεις,
διαισθητικές ιδέες, επιστήμη των παιδιών,
αναπαραστάσεις ή ως νοητικά μοντέλα.
Οι εναλλακτικές ιδέες των
μαθητών έχουν γενικότητα και διαχρονική
ισχύ, παρόλο που μερικές από αυτές
διαφοροποιούνται με την ανάπτυξη του
μαθητή ή την επίδραση της διδασκαλίας. Οι
ιδέες αυτές είναι επαρκείς για τους
μαθητές για την ερμηνεία των φαινομένων
και συγκροτούν μια αυτοσυνεπή ως ένα βαθμό
γνωστική δομή με περιορισμένη ισχύ. Πολλές
φορές επηρεάζονται ελάχιστα από την
παραδοσιακή ή την πειραματική διδασκαλία
(Ψύλλος κ.ά., 1993).
Οι ιδέες των παιδιών δεν
είναι απλές παρανοήσεις που οφείλονται σε
κακή πληροφόρηση, αλλά δημιουργούνται από
τους μηχανισμούς που αυτά διαθέτουν και με
τους οποίους αντιλαμβάνονται ό,τι
συμβαίνει γύρω τους. Αλλά και ο τρόπος που
οι μαθητές παρατηρούν και καταλήγουν σε
συμπεράσματα επηρεάζεται από τα
διαφορετικά ερμηνευτικά σχήματα που έχουν
δημιουργήσει.
Οι παρατηρήσεις π.χ.
γίνονται αποδεκτές ή απορρίπτονται αν
εΓναι σε αρμονία ή όχι με τις προσδοκίες
τους. Ακόμα και οι ερωτήσεις που κάνουν και
κατ' επέκταση ο τρόπος που ερμηνεύουν τα
αποτελέσματα στα οποία καταλήγουν
φαίνεται να επηρεάζονται από τα νοητικά
σχήματα που διαθέτουν (Driver, 1983),
Οι ιδέες τους φαίνονται
στους ίδιους τους μαθητές ευλογοφανείς παρόλο
που οι ενήλικες συχνά δε συμφωνούν. Η χρήση
της γλώσσας δεν είναι ακριβής. Παιδιά
διαφορετικής ηλικίας αλλά και κουλτούρας
είναι δυνατό να έχουν παρόμοιες ιδέες. Οι
ιδέες δε χρησιμοποιούνται σταθερά σε
σχέση με αυτό που οι επιστήμονες ονομάζουν
«παρόμοιες περιπτώσεις». Η φύση αυτού που
τα παιδιά θεωρούν ως εξήγηση διαφέρει
επίσης από την επιστημονική άποψη.
Μερικές από τις ιδέες που
χρησιμοποιούν τα παιδιά για το φυσικό κόσμο
είναι τόσο εδραιωμένες που δεν αλλάζουν με
τη διδασκαλία. Έτσι, παρόλο που μερικά
παιδιά μπορούν να εφαρμόσουν τις
επιστημονικές ιδέες σε προβλήματα των
εξετάσεων, αποτυγχάνουν να τις εφαρμόσουν
εκτός του σχολείου για να ερμηνεύσουν
μερικά φαινόμενα.
Όπως θα φανεί στα επόμενα
κεφάλαια ο τρόπος με τον οποίο τα παιδιά
αναπτύσσουν τις προσωπικές τους θεωρίες ή
εποικοδομήσεις που βασίζονται στην άμεση
εμπειρία από το φυσικό κόσμο και τις
άτυπες κοινωνικές αλληλεπιδράσεις μπορεί
να χρησιμοποιηθεί στη διδασκαλία.
Οι ιδέες των παιδιών είναι
δυνατό να παραμένουν όχι μόνο μετά τη
διδασκαλία, αλλά και μετά την ενηλικίωση
τους (Viennot, 1979).
Πολλοί ερευνητές (Gilbert, Osborn & Fensham, 1982)
υποστηρίζουν ότι οι εναλλακτικές ιδέες
των παιδιών, τις οποίες αποκαλούν και
επιστήμη των μαθητών, δεν αποτελούν τα
συνηθισμένα λάθη χωρίς ιδιαίτερη σημασία,
αλλά νοητικές κατασκευές τις οποίες τα
παιδιά χρησιμοποιούν για να ερμηνεύσουν
τα φαινόμενα. Με αυτή την έννοια, οι ιδέες
των παιδιών αποτελούν αυτοδύναμα σχήματα
που όμως διαφέρουν από το επιστημονικό
πρότυπο στο ότι ερμηνεύουν διαφορετικά τα
φαινόμενα.
Από τ»ς έρευνες που έγιναν
σε διάφορες χώρες σχετικά με τις ιδέες των
παιδιών προκύπτουν τα εξής συμπεράσματα:
1. Τα παιδιά πριν ακόμα
φοιτήσουν στο σχολείο έχουν απόψεις για
μια ποικιλία θεμάτων των Φ.Ε.
2. Οι αντιλήψεις τους είναι
δυνατό να επηρεαστούν από τη διδάσκαλο με
τρόπους που δε γνωρίζουμε ή να παραμείνουν
ανεπηρέαστες από αυτή.
3. Οι διαισθητικές ιδέες τους ασκούν
ισχυρή επιρροή στη μεταγενέστερη μάθηση.
4. Οι αντιλήψεις των παιδιών
είναι συχνά διαφορετικές από το επιστημονικό
πρότυπο, όπως αυτό παρουσιάζεται στα
σχολικά εγχειρίδια. Ωστόσο οι αντιλήψεις
αυτές είναι χρήσιμες και λογικές επειδή
αποτελούν το σκελετό της ερμηνείας των
σχετικών φαινομένων.
2.2 Πώς
δημιουργούνται οι ιδέες των μαθητών
Πώς άραγε
αναπτύσσονται οι ιδέες ή οι -παρανοήσεις
των παιδιών;
Ποιοι
παράγοντες είναι περισσότερο ευνοϊκοί;
Οι ιδέες αναπτύσσονται στην
προσπάθεια των παιδιών να δώσουν νόημα
στον κόσμο μέσα στον οποίο ζουν με αναφορά
στις εμπειρίες τους, τις τρέχουσες γνώσεις
τους και τη γλώσσα που χρησιμοποιούν. Τα
παιδιά, όπως οι επιστήμονες, χρησιμοποιούν
τις ομοιότητες και τις διαφορές για να
οργανώσουν τα φαινόμενα και τα γεγονότα,
και κατά τη διάρκεια της παρατήρησης των
γεγονότων και των φαινομένων ψάχνουν για
στοιχεία και για σχέσεις μεταξύ αυτών των
στοιχείων ώστε να οικοδομήσουν δομές
σχέσεων. Ο εγκέφαλος δεν είναι ένας
παθητικός καταναλωτής πληροφοριών, αλλά
εποικοδομεί ενεργά τις δικές του
ερμηνείες των πληροφοριών και βγάζει
συμπεράσματα από αυτές (Driver & Oldham, 1986). Όπως οι επιστήμονες, έτσι και τα
παιδιά συγκεντρώνουν στοιχεία και χτίζουν
μοντέλα για να ερμηνεύσουν τα γεγονότα και
να κάνουν προβλέψεις.
Πολλές ιδέες των παιδιών
φαίνεται να αναπτύσσονται καθώς αυτά
προσπαθούν να ερμηνεύσουν το φυσικό τους
περιβάλλον.
Οι ιδέες των παιδιών
διαμορφώνονται με την επίδραση των
αντιλήψεων των μεγάλων, των μέσων
επικοινωνίας, την αλληλεπίδραση με άλλα
παιδιά από τη διδασκαλία, τα σχολικά
εγχειρίδια κ.τ.λ.
Σημαντικό ρόλο στη
διαμόρφωση εναλλακτικών ιδεών παίζει η
γλώσσα που χρησιμοποιείται από τους
μεγάλους. Εκφράσεις π.χ. όπως «κλείσε την
πόρτα για να μη φύγει η ζέστη» ή «να μη μπει
το κρύο» οδηγούν στην άποψη ότι υπάρχουν
δύο διαφορετικά φυσικά μεγέθη, η ζέστη και
το κρύο. Όπως όμως γνωρίζουμε, αυτό που
υπάρχει είναι η ενέργεια, η οποία μπορεί να
μεταφερθεί από ένα σώμα σε άλλο, λόγω
διαφοράς θερμοκρασίας. Ανάλογες
αντιλήψεις δημιουργούνται στα παιδιά από
τα μέσα μαζικής επικοινωνίας, όταν
αναφέρονται σε επιστημονικά ή τεχνολογικά
θέματα. Π. χ. συχνά ακούγεται η έκφραση: «η
κατανάλωση του ηλεκτρικού ρεύματος...». Στα
παιδιά δημιουργείται η εσφαλμένη εντύπωση
ότι το ηλεκτρικό ρεύμα είναι κάτι που
καταναλώνεται.
Όταν ο μαθητής ακούσει ή
διαβάσει μια επιστημονική πρόταση για να
την κατανοήσει πρέπει να χρησιμοποιήσει
την καθημερινή ερμηνεία των
χρησιμοποιουμένων λέξεων. Είναι όμως πολύ
πιθανό η ερμηνεία που ο μαθητής δίνει στις
λέξεις να μην είναι (δια με αυτή που είχε
στο μυαλό του ο δάσκαλος ή ο συγγραφέας του
σχολικού εγχειριδίου (Gilbert, Osborne & Fenham, 1982).
Η λέξη π.χ. σωματίδιο στην
επιστήμη σημαίνει άτομο, μόριο ή ιόν. Στην
καθημερινή γλώσσα σημαίνει μικρό κομμάτι
στέρεου που είναι ορατό με γυμνό μάτι.
Παρανοήσεις δημιουργούνται
και κατά τη διάρκεια της διδασκαλίας, λόγω
έλλειψης καλής επικοινωνίας μεταξύ
δασκάλων και μαθητών. Όταν ο δάσκαλος
επικοινωνεί με την τάξη αυτό που
πετυχαίνει συνήθως είναι να περάσουν
στους μαθητές οι λέξεις και οι χειρονομίες
που χρησιμοποιεί και οχ» το νόημα αυτό
καθεαυτό. Όπως γράφουν οι Osborn και Freyberg (1985), ο
δάσκαλος έχει κάποιες ιδέες τις οποίες
προσπαθεί να μεταδώσει στους μαθητές
μεταφράζοντάς τες σε λέξεις, σχήματα,
διαγράμματα ή σύμβολα. Ο μαθητής μπορεί να
τα προσέξει όλα αυτά, αλλά πρέπει να βρει
και ένα νόημα για να τους αποδώσει. Υπάρχει
μεγάλη πιθανότητα το νόημα που θα δώσει ο
μαθητής να μην είναι το (διό με εκείνο που
ήθελε να αποδώσει ο δάσκαλος. Η πιθανότητα
αυτή γίνεται μάλιστα μεγαλύτερη αν η
γλώσσα που χρησιμοποιείται δεν του είναι
οικεία.
Όσον αφορά στα σχολικά
εγχειρίδια ο τρόπος που οι μαθητές
κατανοούν ό,τι διαβάζουν σ' αυτά
επηρεάζεται από τα ερμηνευτικά τους
σχήματα. Κατασκευάζουν δηλαδή ερμηνείες,
συσχετίζοντας αυτό που ήδη γνωρίζουν με
αυτό που διαβάζουν και γι' αυτό είναι
δυνατό να δίνουν ερμηνείες διαφορετικές
από εκείνες στις οποίες αποβλέπει ο
συγγραφέας του εγχειριδίου.
Αναλυτικά οι παράγοντες που
επηρεάζουν ή διαμορφώνουν τις ιδέες των
ατόμων φαίνονται στο σχήμα που ακολουθεί (Καρανίκας,
1996) υπάρχει για τους μαθητές όταν είναι
πολύ έντονο ώστε να δημιουργεί αισθητά
αποτελέσματα. Το νερό όταν γίνεται ατμός
παύει να υπάρχει γιατί δεν είναι ορατό.
Η μετάβαση από τον κόσμο των
αισθήσεων στον κόσμο της φαντασίας είναι
διαδικασία δύσκολη, ωστόσο αυτήν
επιδιώκουμε με τη διδασκαλία των Φυσικών
Επιστημών, Πα να «δουν» οι μαθητές τα μόρια,
τα άτομα, τα ηλεκτρόνια και γενικώς τα
σωματίδια, υποατομικά και μη, πρέπει να
χρησιμοποιήσουν «τα μαγικά γυαλιά των
επιστημόνων», τις διόπτρες της φαντασίας
τους. Αυτό τους υποχρεώνει στην κατασκευή
νοητικών μοντέλων για τις οντότητες
εκείνες που δε γίνονται ορατές π.χ. το
ηλεκτρικό ρεύμα, τη θερμότητα και τη
θερμοκρασία, το φως κ.τ.λ.
β) Περιορισμένη εστίαση
Τα παιδιά εστιάζουν συνήθως
την προσοχή τους σε ορισμένα μόνο
χαρακτηριστικά που αυτά είναι τα πλέον
κυρίαρχα, τα πλέον εμφανή. Δε σκέφτονται τα
προβλήματα από την άποψη της
αλληλεπίδρασης ανάμεσα στα σώματα και το
περιβάλλον. Όταν π. χ. προσπαθούν να
εξηγήσουν γιατί η πορτοκαλάδα ανεβαίνει
όταν ρουφάμε με το καλαμάκι, πιστεύουν ότι
αυτό οφείλεται στο ότι ρουφάμε δυνατά και
όχι στη διαφορά της πίεσης μέσα και έξω από
το καλαμάκι.
γ) Εστίαση της προσοχής σε
αλλαγές και όχι σε σταθερές κατά· στάσεις
Σε ένα κινούμενο σώμα
αναγνωρίζουν την ύπαρξη δύναμης, θεωρούν
δηλαδή ότι η κίνηση, που αντιπροσωπεύει
αλλαγή, οφείλεται σε κάποια δύναμη. Ωστόσο
σε ένα σώμα που ισορροπεί δύσκολα δέχονται
ότι δρουν δυνάμεις.
δ) Γραμμικός αιτιακός συλλογισμός
Συνδέουν πάντοτε ένα
αποτέλεσμα με ένα αίτιο. Δέχονται π.χ. πως
όταν μια δύναμη (αίτιο) δρα σε σώμα (αντικείμενο)
παράγει ένα αποτέλεσμα. Ωστόσο δε μπορούν
να αντιληφθούν την αλληλεπίδραση των
σωμάτων. Το αξίωμα λοιπόν της δράσης και
αντίδρασης γίνεται κατανοητό μόνο λεκτικά,
αφού δεν εμπίπτει στο παραπάνω γραμμικό
σχήμα. Γενικά οι αντιστρεπτές μεταβολές
κατανοούνται δυσκολότερα λόγω ακριβώς της
ίδιας αιτίας.
ε) Μη διαχωρισμός των εννοιών
Τα παιδιά δεν είναι σε θέση να
διαχωρίζουν βασικές έννοιες. Για να
περιγράψουν ένα ηλεκτρικό κύκλωμα
χρησιμοποιούν την έννοια «ηλεκτρισμός» ως
έννοια · «ομπρέλα» κάτω από την οποία
κρύβονται οι έννοιες ηλεκτρικό ρεύμα,
ηλεκτρικό φορτίο, ισχύς, ηλεκτρική
ενέργεια. Κατά ανάλογο τρόπο κάτω από την
έννοια «βάρος» υπονοούν και τις έννοιες
μάζα, πυκνότητα.
Οι ιδέες των παιδιών παρουσιάζονται
περισσότερο περιεκτικές και σφαιρικές από
εκείνες των επιστημόνων, γεγονός που
σημαίνει ότι τα παιδιά μεταπηδούν από τη
μια έννοια στην άλλη, χωρίς να το
συνειδητοποιούν.
στ) Εξάρτηση αϊτό το πλαίσιο
Με τον όρο «πλαίσιο»
εννοούμε όλους εκείνους τους παράγοντες
που επιδρούν στη μάθηση.
Οι ιδέες των μαθητών
εξαρτώνται από τα ιδιαίτερα
χαρακτηριστικά της κατάστασης με την
οποία τίθεται το πρόβλημα μάθησης. Μια
πρώτη μεταβλητή του πλαισίου είναι το κατά
πόσο η τιθέμενη κατάσταση έχει ή όχι τα
χαρακτηριστικά ενός σχολικού προβλήματος.
Στην περίπτωση που οι μαθητές δεν
αναγνωρίζουν ότι για την επίλυση του
προβλήματος πρέπει να εφαρμοστούν οι
τύποι του βιβλίου, οικοδομούν τη δική τους
αναπαράσταση για τη συγκεκριμένη
κατάσταση και επιστρέφουν ξανά στις ιδέες
που είχαν πριν από το μάθημα. Μια δεύτερη
μεταβλητή του πλαισίου είναι ο τύπος του
προς επίλυση προβλήματος. Υποστηρίζεται π.χ.
ότι υπάρχει αντιστοιχία ανάμεσα στην
τυπολογία των προβλημάτων της Μηχανικής
και στα μοντέλα σκέψης που ενεργοποιούν οι
μαθητές κατά την επίλυση αυτών των
προβλημάτων (Viennot, 1979). Μια τρίτη μεταβλητή του
πλαισίου είναι το κατά πόσο η κατάσταση ή
το πρόβλημα είναι οικείο στους μαθητές.
Όσο λιγότερο οικείο είναι το πρόβλημα που
προσεγγίζουν τόσο περισσότερο ανατρέχουν
στον αναλογικό συλλογισμό (Χατζηνικήτα,1995).
ζ) Εγωκεντρική και ανθρωποκεντρική
άποψη
Έρευνες έδειξαν ότι τα
παιδιά έως την ηλικία των δέκα ετών έχουν
εγωκεντρική αντίληψη για τον κόσμο. Από
την ηλικία αυτή και μετά προκειμένου να
εξηγήσουν τα φαινόμενα εγκαταλείπουν τον
εγωκεντρισμό και υιοθετούν μια ευρύτερη
ανθρωποκεντρική άποψη, όπου οι ερμηνείες αναζητούνται στην ανθρώπινη
εμπειρία π.χ. αν ρωτήσουμε το παιδί ποια
είναι η διαφορά μεταξύ παγωμένου νερού και
νερού θερμοκρασίας περιβάλλοντος, η
απάντηση είναι ότι το παγωμένο νερό δεν
πίνεται εύκολα, η απάντηση δηλαδή είναι
ανθρωποχρηστική.
η) Στα αντικείμενα
αποδίδονται χαρακτηριστικά ανθρώπων ή
ζώων
Πολλά παιδιά αποδίδουν στα
αντικείμενα θέληση, αισθήματα ή σκοπό.
Ένας λόγος που συντελεί σ' αυτό είναι το
γεγονός ότι η μεταφορά χρησιμοποιείται
τόσο στην καθημερινή γλωσσά, όσο και στη
διδασκαλία των Φυσικών Επιστημών. Αυτό
δημιουργεί συχνά παρανοήσεις. Π.χ. ο
καθηγητής των Φυσικών λέει ότι ένα
αρνητικό φορτίο αναζητεί ένα θετικό για να
ενωθεί μαζί του. Αυτή η αναζήτηση που σκοπό
έχει την ένωση, δηλώνει ότι και τα άψυχα
έχουν θέληση και κάνουν πράγματα
προσχεδιασμένα.
β) Στα αντικείμενα
αποδίδεται ορισμένο ποσό μιας φυσικής
οντότητας
Πολλά παιδιά αποδίδουν σε
ένα αντικείμενο ένα ορισμένο ποσό μιας
φυσικής οντότητας π.χ. δύναμη. Αν ρωτήσουμε
τα παιδιά ποιες δυνάμεις ασκούνται επάνω σ'
ένα σώμα που ρίξαμε στον αέρα και κινείται
προς τα πάνω, αυτά θα αναφέρουν μόνο τη
δύναμη που δώσαμε στο σώμα όταν ξεκίνησε.
Άλλο παράδειγμα: «Η κρυότητα του πάγου
κάνει το νερό να παγώνει». Τα παιδιά δηλαδή
θεωρούν ότι το κρύο έχει φυσική οντότητα.
|