ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Τα τελευταία χρόνια έχει γίνει μια πραγματική επανάσταση στο
χώρο των ερευνών που αφορούν στη διδασκαλία των Φυσικών Επιστημών. Έρευνες
που έγιναν σε πολλές χώρες του κόσμου έδειξαν ότι οι μαθητές, άσχετα από το
κοινωνικο–οικονομικό περιβάλλον στο οποίο μεγαλώνουν, τη γλώσσα κ.τ.λ., όταν
έρθουν στο σχολείο, έχουν διαμορφώσει προσωπική άποψη για την εξήγηση των
φυσικών φαινομένων. Αυτές οι προσωπικές απόψεις που καταγράφονται ως
εναλλακτικές ιδέες, ή αντιλήψεις ή παρανοήσεις ή αναπαραστάσεις ή
προϋπάρχουσες ιδέες ή απλώς ιδέες ή νοητικά μοντέλα κ.τ.λ. των μαθητών
φαίνεται ότι διαδραματίζουν ένα σημαντικό ρόλο στη μάθηση.
Σύμφωνα με τη νέα θεωρία της μάθησης, που στηρίζεται στις
προϋπάρχουσες ιδέες των μαθητών και όπου ο μαθητής εποικοδομεί τη γνώση
(κονστρουκτιβισμός), τα μαθησιακά αποτελέσματα εξαρτώνται από το περιβάλλον
μάθησης, τις προϋπάρχουσες γνώσεις, τις στάσεις και τις αξίες του μαθητή. Η
άποψη αυτή δέχεται ότι η γνώση μπορεί να μεταδοθεί μέσω της γλώσσας και της
διδασκαλίας. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει απλά ότι η καινούργια αντίληψη για
τη μάθηση οδηγεί σε διαφορετικές προσεγγίσεις στη διδασκαλία, σε αλλαγές στα
Αναλυτικά Προγράμματα και επιφυλάσσει νέους ρόλους για το δάσκαλο και το
μαθητή.
Η παρούσα μελέτη αποτελείται από οκτώ κεφάλαια ως εξής: Το
πρώτο κεφάλαιο μελετά τις ιδέες των μαθητών, προσπαθεί να περιγράψει τα
χαρακτηριστικά τους και να ερμηνεύσει την προέλευσή τους. Το δεύτερο
κεφάλαιο, «Η θεωρητική βάση της εποικοδόμησης της γνώσης» αναφέρεται σε δύο
βασικές συνιστώσες της θεωρίας του κονστρουκτιβισμού: την Επιστημολογία της
γνώσης και τη Γνωστική Ψυχολογία. Η πρώτη μελετά πώς μεταβάλλεται η γνώση
και η δεύτερη πώς μαθαίνει ο άνθρωπος.
Το τρίτο κεφάλαιο, «Ο ρόλος της γλώσσας στη διδασκαλία των
Φυσικών Επιστημών», εξετάζει θέματα όπως η σκέψη, η γλώσσα και η σημασία της
επικοινωνίας στην κατανόηση των εννοιών.
Το τέταρτο κεφάλαιο διαπραγματεύεται το Αναλυτικό Πρόγραμμα.
Υποστηρίζεται η άποψη ότι για να αλλάξει ένα Αναλυτικό Πρόγραμμα πρέπει να
πληρούνται δυο προϋποθέσεις: να υπάρχει μια νέα θεωρία μάθησης και
συγκεκριμένες κοινωνικές απαιτήσεις που να προσδιορίσουν το περιεχόμενο.
Στην προκειμένη περίπτωση η νέα θεωρία μάθησης είναι η υπόθεση της
εποικοδόμησης της γνώσης και το περιεχόμενο προσδιορίζεται από τις
κοινωνικές ανάγκες για επιστημονικό και τεχνολογικό αλφαβητισμό.
Το πέμπτο κεφάλαιο αναφέρεται στις διδακτικές προσεγγίσεις,
εξετάζοντας διεξοδικότερα το διδακτικό μοντέλο της εποικοδομητικής
προσέγγισης.
Το έκτο κεφάλαιο εξετάζει το ρόλο του δάσκαλου στα πλαίσια
της νέας διδακτικής προσέγγισης, δηλαδή του κονστρουκτιβισμού. Στο καινούριο
πλαίσιο ο δάσκαλος δεν πρέπει να λειτουργεί ως αναμεταδότης της γνώσης, αλλά
ως σύμβουλος και οργανωτής έργων μάθησης.
Το έβδομο κεφάλαιο περιγράφει τις ιδέες των μαθητών σε
συγκεκριμένες βασικές έννοιες, όπως στην έννοια της δύναμης, της ενέργειας,
του φωτός κ.τ.λ.
Τέλος, στο όγδοο κεφάλαιο δίνονται παραδείγματα διδασκαλιών
που στηρίζονται στην υπόθεση της εποικοδόμησης της γνώσης.
Ο τίτλος που δόθηκε στην παρούσα μελέτη τη ξεχωρίζει από το
βιβλίο μου «Διδακτική των Φυσικών Επιστημών» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις
Γρηγόρη. Η διαφορά μεταξύ των δύο εργασιών μου είναι ουσιαστική. Η νέα
συμπληρώνει την παλαιότερη, η οποία εστιάζεται στις επιστημονικές
διαδικασίες, την επιστημονική νοοτροπία και την ενεργό μάθηση μέσω της
ανακάλυψης.
Θα ήθελα να ευχαριστήσω τους συνεργάτες μου Γιάννη Βλάχο και
Γιάννο Καρανίκα που όχι μόνο διάβασαν τα κείμενα και έκαναν παρατηρήσεις,
αλλά σχεδίασαν και πραγματοποίησαν τις διδασκαλίες σε μαθητές της Ε’
Δημοτικού. Επίσης, ευχαριστίες οφείλω στους συνεργάτες μου Μαρία Χατζή,
Θανάση Βέρδη, Μαρία Δρακοπούλου, Δέσποινα Ιμβριώτη, Ελευθερία Καμπέρη και
Βάσω Χατζαρούλα για τη βοήθειά τους.
Αθήνα, Ιανουάριος 1997
|