[Company Logo Image]

ΠΡΑΚΤΙΚΑ
« Διδακτική των Φυσικών Επιστημών: Άτυπες μορφές εκπαίδευσης και Νέες Τεχνολογίες» ΔΙΗΜΕΡΙΔΑ 28 & 29 ΜΑΪΟΥ 2005 AULA ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ

Home
Up

 

ΠΡΑΚΤΙΚΑ

ΕΝΩΣΗ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΤΩΝ ΦΥΣΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

ΗΜΕΡΙΔΑ

 Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΩΝ ΦΥΣΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΣΗΜΕΡΑ

ΑΘΗΝΑ, ΣΑΒΒΑΤΟ 3 ΜΑΡΤΙΟΥ 2001

ΑΜΦΙΘΕΑΤΡΟ ΠΟΛΕΜΙΚΟΥ ΜΟΥΣΕΙΟΥ

ΒΑΣ. ΣΟΦΙΑΣ ΚΑΙ ΡΙΖΑΡΗ 2

ΑΘΗΝΑ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ
Τα πρακτικά της ημερίδας  έχουν εκδοθεί και μπορείτε να τα παραλαμβάνετε από το Γραφείο του κ. Κόκκοτα τις παρακάτω ημέρες και ώρες:

Δευτέρα     10:00 - 18:00
Τρίτη        10:00 - 14:00
Τετάρτη     10:00 - 18:00
Παρασκευή  10:00 - 14:00

ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ

 Π. Κόκκοτας

Β. Κουλαϊδής

Ελ. Σταυρίδου

Κ. Ραβάνης

Γ. Βλάχος

 

 

Περιεχόμενα
Ένωση για τη Διδακτική των Φυσικών Επιστημών Ε.ΔΙ.Φ.Ε 3
Εισαγωγή 5
ΕΝΟΤΗΤΑ ΠΡΩΤΗ
Διδακτική των Φυσικών Επιστημών και Έρευνα
Παναγιώτης Κόκκοτας:  
Το είναι και το γίγνεσθαι της Διδακτικής των Φυσικών Επιστημών 15
Δ. Ψύλλος:  
Ερευνητές και έρευνα στη Διδακτική των Φυσικών Επιστημών (Φ.Ε.), Συγκλίσεις και αποκλίσεις.

35

 

ΕΝΟΤΗΤΑ ΔΕΥΤΕΡΗ

Αναλυτικά Προγράμματα

Βασίλης Τσελφές:  
2000+: Αλλαγή παραδείγματος στη Διδακτική των Φυσικών Επιστημών; 47
Βασίλης Κουλαϊδής, Βασιλεία Χατζηνικήτα, Άννα Τσατσαρώνη και Αλέξανδρος Αποστόλου:
Μελέτη των όρων εισαγωγής project στη διδασκαλία των Φυσικών Επιστημών  55
Δημήτρης Κολιόπουλος και Κώστας Ραβάνης:
Η συγκρότηση Αναλυτικών Προγραμμάτων για τη διδασκαλία των Φυσικών Επιστημών: από τον εμπειρισμό στη θεωρία των Αναλυτικών Προγραμμάτων και τη Διδακτική των Φυσικών Επιστημών 67
Κρυσταλλία Χαλκιά:  
Η αναγκαιότητα πολλαπλής ανάγνωσης του Αναλυτικού προγράμματος Φυσικών Επιστημών 77
Γεώργιος Τσαπαρλής:  
Πρώτες και δεύτερες σκέψεις για τη Γυμνασιακή Χημεία 93
Παναγιώτης Σαραντόπουλος:  
Αναλυτικά Προγράμματα Χημείας και θέματα εξετάσεων 105
Αικατερίνη Κλωνάρη:  
Κριτική θεώρηση του νέου Αναλυτικού Προγράμματος Γεωγραφίας στο Δημοτικό Σχολείο 111

 

ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΡΙΤΗ

Διδακτικό Υλικό

Φανή Σέρογλου και Παναγιώτης Κουμαράς:  
Η συμβολή της ιστορίας της Φυσικής στο σχεδιασμό διδακτικού υλικού: Η περίπτωση της μηχανικής 119
Χριστίνα Σολομωνίδου:  
Εκπαιδευτικό λογισμικό Φυσικών Επιστημών από τη σχεδίαση στη διδασκαλία στην τάξη 139
Ιωάννης Α. Βλάχος:  
Η έννοια του φυσικού νόμου στα σχολικά εγχειρίδια Φυσικής του Ενιαίου Λυκείου: μια επιστημολογική προσέγγιση 167

 

ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΕΤΑΡΤΗ

Πρακτική της Διδασκαλίας

Κ. Δημόπουλος και Βασίλης Κουλαϊδής:  
Δημόσιες αντιλήψεις για την Επιστήμη και την Τεχνολογία: Τύπος και Πολίτης 207
Ελένη Σταυρίδου:  
Συνεργατική μάθηση στην τάξη: μια πρόκληση για τη διδασκαλία των Φυσικών Επιστημών 221
Β. Ζόγκζα:  
Σύγχρονες τάσεις της Διδακτικής της Βιολογίας για τη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση και εκπαιδευτικές επιπτώσεις 243
Γιάννος Καρανίκας:  
Οι πειραματικές δραστηριότητες στο Ελληνικό Σχολείο: τοπίο στην ομίχλη 253
Παύλος Μίχας και Βαΐα Καλπία:  
Προβλήματα που παρουσιάζονται στην πειραματική διδασκαλία της Οπτικής 275
Μαργαρίτα Κουσαθανά:  
Η αξιολόγηση των μαθητών στις Φυσικές Επιστήμες 287
Πέτρος Καριώτογλου:  
Άτυπη εκπαίδευση Φυσικών Επιστημών και Τεχνολογίας: προοπτική και αναγκαιότητα 297
   
Κρυσταλλία Χαλκιά:  
Πολλαπλό εγχειρίδιο: Μερικές παρατηρήσεις 305
Γεώργιος Τσαπαρλής:  
Απόψεις που διατυπώθηκαν σε συζήτηση στρογγυλής τραπέζης 307

 

 

 

 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

               Οι έρευνες για τη διδασκαλία των Φυσικών Επιστημών  τις τελευταίες δεκαετίες παρουσίασαν αλματώδη ανάπτυξη σε διεθνή κλίμακα και τα πορίσματά τους οδήγησαν σε σημαντικές αλλαγές στο σχεδιασμό των αναλυτικών προγραμμάτων, στη συγγραφή σχολικών εγχειριδίων, στη συγγραφή διδακτικού υλικού , την πρακτική της διδασκαλίας κ.τ.λ. Είναι ίσως η πρώτη φορά που οι αλλαγές στη διδασκαλία  των Φυσικών Επιστημών στηρίζονται στα αποτελέσματα της έρευνας. Το πλούσιο ερευνητικό υλικό έχει  τη βάση του στις νέες θεωρίες μάθησης και συγκεκριμένα στη θεωρία της εποικοδόμησης της γνώσης ή του κονστρουκτιβισμού. Όλες οι εργασίες που παρουσιάζονται στη συνέχεια διαπνέονται από το πνεύμα της θεωρίας αυτής,

            Το παρόν βιβλίο διαρθρώνεται σε τέσσερις κεφάλαια ως εξής:

Ø    Διδακτική των Φυσικών Επιστημών και Έρευνα

Ø      Αναλυτικά Προγράμματα

Ø      Διδακτικό υλικό

Ø      Πρακτική της Διδασκαλίας

  Στην πρώτη ενότητα, «Διδακτική των Φυσικών Επιστημών και Έρευνα» ανήκουν οι εργασίες του Π. Κόκκοτα και Δ. Ψύλλου.Στο άρθρο του Π. Κόκκοτα με τίτλο, «Το είναι και το γίγνεσθαι στη Διδακτική των Φυσικών Επιστημών», εξετάζονται ζητήματα όπως η Διδακτική των Φυσικών Επιστημών ως επιστήμη, η σχέση της Επιστημολογίας  με τη Διδακτική των Φυσικών Επιστημών, η σύγκλιση και η αλληλεπίδραση της Ιστορίας και της Φιλοσοφίας των Φυσικών Επιστημών με τη Διδακτική τους, η Γνωσιακή Επιστήμη και η Διδακτική των Φυσικών Επιστημών, το ερευνητικό αντικείμενο της Διδακτικής των Φυσικών Επιστημών και ερωτήματα για τη Διδακτική των Φυσικών Επιστημών στη σύγχρονη εποχή.

Στο άρθρο του Δ. Ψύλλου «Ερευνητές και έρευνα» υποστηρίζεται η άποψη ότι οι διάφορες επιστημονικές κοινότητες προσεγγίζουν την εκπαίδευση των Φυσικών Επιστημών κατά διαφορετικούς τρόπους, όπως ο πρακτικός, ο τεχνολογικός και ο επιστημονικός. Ο πρώτος που αφορά την πρακτική των εκπαιδευτικών, ο δεύτερος που χαρακτηρίζει τις ενέργειες των στελεχών που διαμορφώνουν την εκπαιδευτική πολιτική  και ο τρίτος που υποδηλώνει τη συμβολή της Διδακτικής των Φυσικών Επιστημών στη βελτίωση της ποιότητας της εκπαίδευσης, θα πρέπει να αποτελέσουν τη βάση της αλληλεπίδρασης των διαφόρων επιστημονικών κοινοτήτων που τη χρησιμοποιούν. 

Στη δεύτερη ενότητα, «Αναλυτικά Προγράμματα», παρουσιάζονται οι εργασίες που ανήκουν στην έρευνα και τη μελέτη των Aναλυτικών Προγραμμάτων και γράφτηκαν από τους Β. Τσελφέ, Κ. Δημόπουλο και Β. Κουλαϊδή, Δ. Κολιόπουλο και Κ. Ραβάνη, Κ. Χαλκιά, Γ. Τσαπαρλή, Δ. Σαραντόπουλο και Α. Κλωνάρη.

Ο Β. Τσελφές στο άρθρο του «2001+: Αλλαγή παραδείγματος στη διδασκαλία των Φυσικών Επιστημών»  υποστηρίζει την άποψη ότι οι αλλαγές στους διδακτικούς στόχους που παρατηρούνται στις νέες προτάσεις ανάπτυξης Αναλυτικών Προγραμμάτων για τη διδασκαλία των Φυσικών Επιστημών σε παγκόσμια κλίμακα είναι πιθανό να οδηγήσουν σε αλλαγή το (κατά Kuhn) παράδειγμα της Διδακτικής των Φυσικών Επιστημών. Ο συγγραφέας στηρίζει την επιχειρηματολογία του στην υπόθεση ότι το “παράδειγμα” της Διδακτικής των Φυσικών Επιστημών διαμορφώνεται σε μεγάλο βαθμό από τις θεσμικές πολιτικές αποφάσεις των κρατών για το ρόλο των γνωστικών αντικειμένων των Φυσικών Επιστημών στη γενική εκπαίδευση. Τα επιχειρήματα τα αντλεί από  το Αμερικάνικο «project 2001».

          Οι Κ. Δημόπουλος και Β. Κουλαϊδής στο άρθρο τους, «Δημόσιες Αντιλήψεις για την Επιστήμη και την Τεχνολογία:Τύπος και Πολίτης», υποστηρίζουν ότι ένας από τους σημαντικότερους διαύλους επικοινωνίας του κοινού με τα επιστημονικά και τα τεχνολογικά ζητήματα φαίνεται ότι είναι ο τύπος, αφού για τους περισσότερους ανθρώπους η επιστημονική γνώση είναι αυτό που διαβάζουν στον τύπο. Για την Ελλάδα εμφανίζεται η ίδια τάση, ωστόσο λιγότεροι Έλληνες σε σύγκριση με το μέσο ευρωπαϊκό όρο, χρησιμοποιούν σε τακτική βάση τις διάφορες πηγές για να ενημερωθούν στην επιστήμη και στην τεχνολογία. Οι συγγραφείς υποστηρίζουν ότι ο τύπος αποτελεί σημαντική πηγή διαμόρφωσης των δημόσιων αντιλήψεων για θέματα επιστήμης. Η εργασία αυτή έχει επίσης παρουσιαστεί στο Συνέδριο που διοργάνωσε το Π.Ι. σε συνεργασία με το συμβούλιο της Ευρώπης με θέμα: «Φυσικές Επιστήμες και πολίτης» το Φεβρουάριο του 2000 στην Αθήνα.  

            Οι Δ. Κολιόπουλος και Κ Ραβάνης στο άρθρο τους με τίτλο: «Η συγκρότηση Αναλυτικών Προγραμμάτων για τη διδασκαλία των Φυσικών Επιστημών: από τον εμπειρισμό στη θεωρία των Αναλυτικών Προγραμμάτων και τη Διδακτική των Φυσικών Επιστημών» επιδιώκουν τη συγκρότηση μιας προβληματικής για τη δημιουργία Αναλυτικού Προγράμματος χρησιμοποιώντας ένα συνδυασμό θεωρητικών αντιλήψεων από τις περιοχές της Διδακτικής των Φυσικών Επιστημών και της θεωρίας των αναλυτικών Προγραμμάτων. Για τους συγγραφείς το Αναλυτικό Πρόγραμμα είναι ένα ανοικτό περιβάλλον στο πλαίσιο του οποίου αποτυπώνονται αντιλήψεις για τη διδασκαλία και τη μάθηση που συχνά είναι αποκλίνουσες και όχι μια ανελαστική σειρά παραγράφων και κεφαλαίων διδακτέας ύλης.

            Η Κ. Χαλκιά στην εργασία της με τίτλο: «Η αναγκαιότητα πολλαπλής "ανάγνωσης" του Αναλυτικού Προγράμματος των Φυσικών Επιστημών» υποστηρίζει την άποψη ότι το ισχύον Αναλυτικό Πρόγραμμα των Φυσικών Επιστημών λόγω των γενικών εξετάσεων διαμόρφωσε μια πραγματικότητα που χαρακτηρίζεται από την αναποτελεσματικότητα της διδασκαλίας των Φυσικών Επιστημών στη χώρα μας. Προτείνει μια σειρά προϋποθέσεων για πολλαπλή "ανάγνωση” του Αναλυτικού Προγράμματος για τις Φυσικές Επιστήμες και ισχυρίζεται ότι οι προϋποθέσεις αυτές μπορούν να οδηγήσουν σε μια διαφορετική πραγματικότητα για την εκπαίδευση στις Φυσικές Επιστήμες. Κατά τη συγγραφέα απαιτείται επαναπροσδιορισμός του περιεχομένου του Αναλυτικού Προγράμματος των Φυσικών Επιστημών, των μεθόδων διδασκαλίας, του ρόλου των διδασκόντων στην προσαρμογή των Αναλυτικών Προγραμμάτων τόσο στις δυνατότητες των ίδιων όσο και των μαθητών τους και των κριτηρίων αξιολόγησης των μαθητών. Πέραν αυτών απαιτείται μια άλλη αντίληψη για την εκπαίδευση στις Φυσικές Επιστήμες από τους σχεδιαστές της εκπαιδευτικής πολιτικής όσον αφορά το αντικείμενο αυτό.

            Ο Γ. Τσαπαρλής στο άρθρο του, «Πρώτες και δεύτερες σκέψεις για τη Γυμνασιακή Χημεία», κάνει μια ανασκόπηση παλαιότερων και νεότερων εργασιών και προτάσεων σχετικών με τη Χημεία του Γυμνασίου και διατυπώνει κάποιες απόψεις για τη σημερινή κατάσταση. Στόχος του συγγραφέα είναι να δείξει ότι η έρευνα - ελληνική και διεθνής – στη Διδακτική των Φυσικών Επιστημών έχει διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στη βελτίωση των Αναλυτικών Προγραμμάτων και της διδασκαλίας της Γυμνασιακής Χημείας στη χώρα μας.

            Ο Π. Σαραντόπουλος στο άρθρο του, «Αναλυτικά Προγράμματα Χημείας και θέματα εξετάσεων», υποστηρίζει ότι οι διδάσκοντες το μάθημα της Χημείας δε συμβουλεύονται τους στόχους του Αναλυτικού Προγράμματος στη διδασκαλία τους αλλά αναπαράγουν το περιεχόμενο του σχολικού εγχειριδίου. Επίσης στις γενικές εξετάσεις τα θέματα στο μάθημα της Χημείας  στηρίζονται στο περιεχόμενο του σχολικού εγχειριδίου και όχι στους στόχους του Αναλυτικού Προγράμματος. Ο συγγραφέας προτείνει μέτρα για την αποτελεσματικότητα της διδασκαλίας της Χημείας.

            Η Α. Κλωνάρη στην εργασία της «Κριτική θεώρηση του Νέου Αναλυτικού Προγράμματος Γεωγραφίας στο Δημοτικό Σχολείο», υποστηρίζει ότι η σχολική Γεωγραφία τα τελευταία χρόνια βρίσκεται σε μια μεταβατική περίοδο επαναπροσδιορισμού των διδακτικών στόχων, των αρχών επιλογής και οργάνωσης του περιεχομένου της, αλλά και της διδακτικής προσέγγισης. Κατά τη συγγραφέα η “Νέα Γεωγραφία” απομακρύνεται από την απομνημόνευση αριθμών ή άλλων στοιχείων και ενδιαφέρεται για την κατανόηση αλλά και τον τρόπο επεξεργασίας βασικών γεωγραφικών εννοιών, σχέσεων και αλληλεπιδράσεων που αναπτύσσονται μεταξύ του ανθρώπου και του χώρου που τον περιβάλλει.

            Στην τρίτη ενότητα περιλαμβάνονται εργασίες που ανήκουν στη ενότητα «Διδακτικό Υλικό». Εδώ ανήκουν οι εργασίες των Φ. Σέρογλου και Π. Κουμαρά, Χ. Σολομωνίδου και Ι. Βλάχου.

            Οι Φ. Σέρογλου και Π. Κουμαράς ερευνούν την περίπτωση της συμβολής της Ιστορίας των Φυσικών Επιστημών στο σχεδιασμό διδακτικού υλικού για τη διδασκαλία του μαθήματος και συγκεκριμένα στη γνωστική και μεταγνωστική διάσταση της διδασκαλίας. Στην αρχή της εργασίας  τους παρουσιάζουν το μοντέλο έρευνας SHINE για να ελέγξουν την υπόθεση που έκαμαν και εφαρμόζουν, το μοντέλο τους στη μηχανική και συγκεκριμένα στις έννοιες δυνάμεις και κίνηση στα πλαίσια της θεωρίας της εποικοδόμησης της γνώσης. Οι ερευνητές καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι δραστηριότητες εμπνευσμένες από ένα συνδυασμό πειραμάτων και συλλογισμών που πραγματοποίησαν οι επιστήμονες στην Ιστορία και βοήθησαν στην αλλαγή των επιστημονικών ιδεών, μπορούν να βοηθήσουν  σε περιορισμένο βαθμό τους μαθητές να αλλάξουν τις ιδέες τους. 

            Η Χ. Σολομωνίδου στο εκτενές άρθρο της, «Εκπαιδευτικό Λογισμικό Φυσικών Επιστημών: από τη σχεδίαση στη διδασκαλία στην τάξη», αναλύει διαδικασίες σχεδίασης και ανάπτυξης εκπαιδευτικού λογισμικού ποιότητας για τη διδασκαλία και τη μάθηση των Φυσικών Επιστημών, που στηρίζεται  σε ερευνητικά δεδομένα για εναλλακτικές  ιδέες και γνωστικές δυσκολίες των μαθητών σε σχέση με έννοιες και φαινόμενα των Φυσικών Επιστημών που διδάσκονται στο σχολείο. Η συγγραφέας παρουσιάζει συγκεκριμένα παραδείγματα εκπαιδευτικού λογισμικού που έχουν αναπτυχθεί με βάση την εποικοδομητική αντίληψη για τη μάθηση στις Φυσικές Επιστήμες και διερευνά τις αναγκαίες προϋποθέσεις ώστε να γίνει κατάλληλη διδακτική αξιοποίηση των λογισμικών αυτών στην τάξη και προτείνονται λύσεις για τα ιδιαίτερα προβλήματα που εμφανίζονται στο νέο μαθησιακό περιβάλλον.

            Ο Ι. Βλάχος στην έρευνά του: «Η έννοια του φυσικού νόμου στα σχολικά εγχειρίδια Φυσικής του Ενιαίου Λυκείου: μια επιστημολογική προσέγγιση», στοχεύει να ερευνήσει και να προσδιορίσει τους τρόπους με τους οποίους εισάγονται και τους τρόπους με τους οποίους χρησιμοποιούνται οι νόμοι της Φυσικής στα πολλαπλά σχολικά εγχειρίδια της Φυσικής του Ενιαίου Λυκείου, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν κατά το σχολικό έτος 2000-2001. Τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν αναλύθηκαν με βάση τις απόψεις των κυριότερων επιστημολογικών ρευμάτων. Τα αποτελέσματα της έρευνας περιγράφουν την απουσία μιας συγκεκριμένης και σταθερά ακολουθούμενης επιστημολογικής άποψης για την παραγωγή και την εφαρμογή των νόμων της Φυσικής. Οι τρόποι εισαγωγής των νόμων της Φυσικής και οι λειτουργίες τους σχετίζονται στενά με το προς ανάπτυξη περιεχόμενο και έμμεσα με το Αναλυτικό Πρόγραμμα. Κατά το συγγραφέα φαίνεται να είναι περισσότερο καθοριστική η απλοποίηση που οδηγεί σύντομα σε ευλογοφανή συμπεράσματα τα οποία είναι οι νόμοι που διέπουν τη φύση. Η ποικιλομορφία που κατέγραψε η έρευνα θα πρέπει κατά το συγγραφέα να αποτελέσει πηγή προβληματισμού τόσο για τους συντάκτες των Αναλυτικών Προγραμμάτων, όσο και για τους συγγραφείς των εγχειριδίων Φυσικής.

            Η τέταρτη ενότητα που αναφέρεται στην «Πρακτική της Διδασκαλίας», περιλαμβάνει τις εργασίες των Β. Κουλαϊδή και άλλων, της Ε. Σταυρίδου, της Β. Ζόγκζα, του Γ. Καρανίκα, των Π. Μίχα και Κ. Βάια,της Μ. Κουσαθανά και του Π. Καριώτογλου.  

Οι Β. Κουλαϊδής, η  Β. Χατζηνικήτα, η Α. Τσατσαρώνη και ο Α. Αποστόλου στο άρθρο τους με τίτλο, «Μελέτη των όρων εισαγωγής των project στη διδασκαλία των Φυσικών Επιστημών», μελετούν αν η προηγούμενη εμπειρία σε εργαστηριακή δραστηριότητα είναι χρήσιμη κατά τη διδασκαλία των Φυσικών Επιστημών που είναι σχεδιασμένη με μορφή project και εάν αποτελεί βασική συνθήκη για τους μαθητές προκείμενου να διεκπεραιώσουν επιτυχώς ένα project, να γνωρίζουν επακριβώς τους κανόνες αναγνώρισης και πραγμάτωσης των εργασιών τύπου project. Από την έρευνα που έγινε οι συγγραφείς κατέληξαν στα εξής συμπεράσματα:

·        η άσκηση ή μη των μαθητών σε πειραματικές δραστηριότητες πριν την πραγματοποίηση του project δεν φαίνεται να έχει επιπτώσεις στην επίδοσή τους στο project

·        τόσο οι μαθητές που ασκήθηκαν προηγουμένως σε εργαστηριακές δραστηριότητες όσο και εκείνοι που δεν ασκήθηκαν, επιτυγχάνουν καλύτερες επιδόσεις στα project στην περίπτωση που τους είχαν δοθεί ρητά τα κριτήρια αξιολόγησης.

Η Ε. Σταυρίδου στο άρθρο της, «Συνεργατική μάθηση στην τάξη: μια πρόκληση για τη διδασκαλία των Φυσικών Επιστημών» υποστηρίζει την άποψη ότι στο μαθησιακό περιβάλλον της συνεργατικής μάθησης οι δραστηριότητες στις οποίες συμμετέχουν οι μαθητές διευκολύνει την έκφραση των ιδεών τους, ευνοεί τη μεταξύ τους συνεργασία και επικοινωνία, εξασφαλίζει αυξημένη αλληλεπίδραση με όργανα, υλικά και συσκευές, επιτρέπει τη δημιουργία πολλαπλών αναπαραστάσεων και τη σύνθεση της νέας επιστημονικής γνώσης με προβλήματα και καταστάσεις της καθημερινής ζωής. Η έρευνα της συγγραφέως έδειξε ότι η μάθηση στις νέες συνθήκες βγάζει τα παιδιά από την απομόνωση και το ανταγωνιστικό πλαίσιο στο οποίο λειτουργούν στην τάξη και καλύπτει βασικές ανάγκες συναισθηματικής φύσης για συνεργασία και επικοινωνία. Η εργασία των παιδιών σε ομάδες φαίνεται ότι τα ικανοποιεί σε σημαντικό βαθμό και συμβάλλει αποφασιστικά στη βελτίωση της στάσης τους απέναντι στο μάθημα των Φυσικών Επιστημών που στο νέο πλαίσιο φαίνεται να είναι πιο κατανοητό και πιο ενδιαφέρον.

Η Β. Ζόγκζα στο άρθρο της, «Σύγχρονες τάσεις στην έρευνα της διδασκαλίας της Βιολογίας για τη Β’βαθμια Εκπαίδευση και εκπαιδευτικές προεκτάσεις», θίγει θέματα όπως το θεωρητικό ρεύμα του εποικοδομισμού, ο διδακτικός μετασχηματισμός, οι γνώσεις, οι δεξιότητες και οι στάσεις που πρέπει να αποκτήσουν οι μαθητές στο μάθημα της Βιολογίας κ.τ.λ.

Ο Γ. Καρανίκας στο άρθρο του, «Οι πειραματικές δραστηριότητες στο ελληνικό σχολείο: τοπίο στην ομίχλη» κάνει μια αναδρομή στις προσπάθειες που κατά καιρούς έγιναν για την ένταξη του πειράματος στη διδασκαλία των Φυσικών Επιστημών και αναζητεί τις αιτίες που δεν επέτρεψαν μέχρι σήμερα τον εκσυγχρονισμό της. Τέλος αναφέρεται στις προσπάθειες που έγιναν για τον εκσυγχρονισμό της διδασκαλίας της Φυσικής στο Γυμνάσιο και το Λύκειο οι οποίες φαίνεται ότι ανεστάλησαν με την κατάργηση του πολλαπλού βιβλίου και απογοητευμένος για την επικρατούσα κατάσταση διερωτάται μήπως το σύστημα πρέπει να καταλήξει σε πλήρες αδιέξοδο για να αφυπνιστούν οι αρμόδιοι γραφειοκράτες.

Οι Π. Μίχας και Κ. Βάια στο άρθρο τους, «Προβλήματα που παρουσιάζονται στην πειραματική διδασκαλία της οπτικής» ερευνούν τις δυσκολίες που συνάντησαν φοιτητές του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης στην κατανόηση του σχηματισμού της σκιάς, της διάδοσης του φωτός και του σκοτεινού θαλάμου.

Η Μ. Κουσαθανά στην εργασία της, «Η αξιολόγηση των μαθητών στις Φυσικές Επιστήμες» αφού δίνει τον ορισμό της αξιολόγησης καθορίζει σκοπούς για την αξιολόγηση, δίνει τις μορφές αξιολόγησης και θέτει ερωτήματα,  όπως για παράδειγμα: πώς θα αξιολογήσουμε ατομικά κάθε μαθητή, πώς θα παρακολουθήσουμε τη μαθησιακή του εξέλιξη και πώς θα προτείνουμε εξατομικευμένα μέτρα για την ανατροφοδότησή του. Η συγγραφέας διερωτάται για το πώς θα παρακολουθήσουμε την εξέλιξη των αναπαραστάσεων των μαθητών καθώς και τις δεξιότητες και τις στάσεις που αποκτούν. Τέλος διερωτάται πώς θα μπορούσε η αξιολόγηση να ενταχθεί στη διδασκαλία.

Τέλος, ο Π. Καριώτογλου στην εργασία του «Άτυπη Εκπαίδευση Φυσικών Επιστημών και Τεχνολογίας: Προοπτική και αναγκαιότητα», αναλύει τη σημασία της άτυπης εκπαίδευσης και το ρόλο της στην απόκτηση του επιστημονικού αλφαβητισμού. Ειδικότερα ο συγγραφέας επικεντρώνει το ενδιαφέρον του στο ρόλο του Μουσείου  ως χώρου παροχής άτυπης εκπαίδευσης στις Φυσικές Επιστήμες. Τα εκθέματα του Μουσείου που λειτουργούν αλληλεπιδραστικά είναι αποτελεσματικότερα από τα ιστορικά αντικείμενα και οι μαθησιακές εμπειρίες από αυτά είναι πολύ πιο σημαντικές από εκείνες που προκύπτουν από τις διαλέξεις. Αλλά και στο συναισθηματικό τομέα το Μουσείο προβάλλει σημεία που παραμελεί η τυπική εκπαίδευση. Βέβαια, για την οργάνωση επισκέψεων στα Μουσεία που να αποφέρουν σημαντικό παιδαγωγικό αποτέλεσμα απαιτείται επιμόρφωση των εκπαιδευτικών που θα τις πραγματοποιήσουν.

 

Send mail to Administrator with questions or comments about this web site.
Copyright © 2001-2003 ΕΝΩΣΗ για τη ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ των ΦΥΣΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ
Last modified: Μαρτίου 22, 2005